ακυρωτικός

ακυρωτικός
-ή, -ό
αυτός που έχει το δικαίωμα να ακυρώσει κάτι: Στη χώρα μας ο Άρειος Πάγος είναι το κύριο ακυρωτικό δικαστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακυρωτικός — ή, ό [ακυρώνω] αυτός που έχει τη δύναμη ή το δικαίωμα να ακυρώσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • αναιρετικός — ή, ό (Α ἀναιρετικός, ή, όν) [ἀναιρῶ] ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή νεοελλ. ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός αρχ. 1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός 2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης …   Dictionary of Greek

  • ανακλητήριος — ια, ιο (Α ἀνακλητήριος) 1. αυτός που προκαλεί ανάκληση*, επιστροφή, επάνοδο 2. αυτός που επισημοποιεί ακύρωση, ο ακυρωτικός αρχ. ἀνακλητήρια, τα γιορτή που γινόταν κατά τη στέψη βασιλέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκληση( ις). Η λ. ανακλητήριος με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”